- ομήθης
- ὁμήθης, -ες (Α)1. αυτός που έχει τις ίδιες συνήθειες ή τον ίδιο χαρακτήρα με κάποιον άλλο2. (για τόπο) ο συνήθης.[ΕΤΥΜΟΛ. < ομ(ο)-* + ἦθος (πρβλ. ευ-ήθης, κακο-ήθης)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ήθος — το (AM ἦθος) 1. το σύνολο τών ψυχικών ιδιοτήτων ενός ατόμου, ο χαρακτήρας του, η ψυχική του καλλιέργεια, το ηθικό επίπεδο στο οποίο βρίσκεται, ο ψυχικός του κόσμος 2. στον πληθ. τα ήθη ο τρόπος τής ζωής ατόμων ή λαών, τα έθιμα τους που απορρέουν… … Dictionary of Greek
ομήθεια — ὁμήθεια και ποιητ. τ. ὁμηθείη, ἡ (Α) [ομήθης] συμβίωση με κοινές συνήθειες («νυμφίδιοι φιλότητες ὁμήθειαί τε», Οππ.) … Dictionary of Greek
ομοήθης — ὁμοήθης, ες (ΑΜ, Α και ὁμήθης, ες) αυτός που έχει τις ίδιες συνήθειες ή τον ίδιο χαρακτήρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ομ(ο) * + ήθης (< ἦθος), πρβλ. καλο ήθης] … Dictionary of Greek
συνομήθης — όμηθες, Α (ποιητ. τ.) συνήθης. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ὁμήθης«συνήθης»] … Dictionary of Greek